σαγιτταρία

σαγιτταρία
η, Ν
βοτ. βλ. σαγκιταρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σαγκιταρία — και σαγιτταρία, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αλισματίδες τής τάξης αλισματώδη, με 20 περίπου είδη υδροχαρών πολυετών ποών τών εύκρατων και τροπικών περιοχών τής Γής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”